τουρλί

τουρλί
το, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία τών παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών τού γένους λιμόζα από τα οποία τα είδη Limosa limosa, κν. οχθοτούρλι, και Limosa lapponica, κν. ακτοτούρλι, εμφανίζονται στην Ελλάδα ως χειμερινοί επισκέπτες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ίβις — Γενική ονομασία πτηνών της υπόταξης των πελαγομόρφων, της οικογένειας των θρησκειορνιθιδών. Το πιο γνωστό είναι η ί. η ιερά (Τhreskiornis aethiopicus), διαδεδομένο στην Αφρική (εκτός από τις νοτιοανατολικές περιοχές της) και σε μερικές ζώνες της… …   Dictionary of Greek

  • τούρλα — (I) η, Ν 1. καθετί που έχει στρογγυλό σχήμα με μυτερή κορυφή 2. χαμηλός στρογγυλός λόφος 3. (ως επίρρ.) τουρλωτά 4. φρ. «στην τούρλα τού Σαββάτου» την τελευταία στιγμή, χωρίς την απαραίτητη προετοιμασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρούλ(λ)α με μετάθεση τού ρ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”